build | |
gen. | χτίζω |
IT | κατασκευάζω |
building | |
econ. | κτίριο |
environ. | κτήριο; κτήριο |
buildings | |
account. | κτίρια |
industr. | οικιστικό απόθεμα; υφιστάμενες οικίες |
identification number | |
fin. | αριθμός μητρώου; αριθμός αναγνώρισης |
law fin. | αριθμός φορολογικού μητρώου |
med. | αριθμός ταυτοποίησης |
| |||
κτίριο n | |||
κτήριο n | |||
| |||
κτίρια n | |||
οικιστικό απόθεμα; υφιστάμενες οικίες | |||
κτήρια n | |||
| |||
κτήριο n | |||
| |||
χτίζω | |||
κατασκευάζω | |||
English thesaurus | |||
| |||
bdg; bldg | |||
bidg | |||
| |||
Pentagon (nick MichaelBurov) |
Building : 594 phrases in 44 subjects |