birth control | |
econ. | έλεγχος των γεννήσεων |
environ. | έλεγχος των γεννήσεων |
health. | οικογενειακός προγραμματισμός |
campaign | |
gen. | αγωνίζομαι; εκστρατεύω; καμπάνια |
comp., MS | εκστρατεία |
industr. construct. met. | διάρκεια ζωής κλιβάνου; περίοδος λειτουργίας κλιβάνου |
| |||
έλεγχος των γεννήσεων | |||
οικογενειακός προγραμματισμός | |||
έλεγχος γεννήσεων | |||
| |||
έλεγχος των γεννήσεων | |||
English thesaurus | |||
| |||
bc |
Birth Control : 3 phrases in 1 subject |
Medical | 3 |