Automatic | |
comp., MS | Αυτόματο |
automatic | |
gen. | αυτόματη; αυτόματο |
comp., MS | αυτόματος |
linear | |
gen. | γραμμική; γραμμικό |
image | |
gen. | εντύπωση; κοινωνικό γόητρο |
comp., MS | εικόνα |
econ. | εικόνα-κύρος |
med. | είδωλο; μορφοείδωλο; γονεϊκό πρότυπο; εικόνα |
imaging | |
comp., MS | δημιουργία εικόνων |
match | |
chem. | σπίρτο |
IT | προσαρμογή; ταίριασμα |
stat. | προσαρμόζω |
matching | |
chem. | ταίριασμα με δείγμα |
fin. account. | ισοσκελισμός ενεργητικού και παθητικού ενός ισολογισμού |
industr. construct. | συναρμογή |
market. | προσφορά ίδιων όρων |
med. | συνταίριασμα; ταίριασμα |
AND | |
comp., MS | λογικό ΚΑΙ |
anatomical | |
med. | ανατομικός |
labeling | |
med. | σήμανση |
| |||
αυτόματη; αυτόματο m | |||
αυτόματος m (Pertaining to something that functions without external control) | |||
αυτόματος m | |||
| |||
Αυτόματο m (The name of a device profile that handles incoming calls by switching between the Normal profile and the Meeting profile when the calendar indicates that the current time is busy) | |||
English thesaurus | |||
| |||
combustion control |