net | |
commun. el. | κύκλωμα |
commun. transp. | δίκτυο; δίκτυο επικοινωνιών; δίκτυο μεταφορών |
comp., MS | πλέγμα |
construct. | κάνναβος |
industr. construct. | δίχτυ; δικτυωτό; φιλές; τούλι |
| |||
κύκλωμα n | |||
δίκτυο n; δίκτυο επικοινωνιών; δίκτυο μεταφορών | |||
πλέγμα n | |||
κάνναβος m | |||
ηλεκτρικό δίκτυο | |||
δικτύωμα n; δικτύωμα; φύλλο διχτυού; φύλλο; αλιευτικό δίχτυ | |||
δίχτυ n; δικτυωτό n; φιλές m; τούλι n | |||
επιπλόο m (omentum) | |||
σκέπη f | |||
δίκτυ n |
NET : 563 phrases in 40 subjects |