Sistema | |
comp., MS | Σύστημα |
sistema | |
comp., MS | σύστημα |
sensor | |
gen. | ανιχνευτήρας |
chem. | κυψελίδα μετρήσεως; κυψελίδα ανιχνευτού |
coal. chem. | εκρηκτική ύλη ευαισθητοποίησης |
commun. | μετρητής |
el. | στοιχείο επαίσθησης |
| |||
σύστημα n | |||
θεωρητικό σύστημα; θεωρία f | |||
| |||
Σύστημα n |
sistema : 5026 phrases in 72 subjects |