diversidad | |
gen. | προσέγγιση "εργαλειοθήκης" |
commun. industr. construct. | πολλαπλή μονάδα; σετ |
angular | |
construct. | προωθητήρας με γωνιούμενη λεπίδα |
forestr. | κεκλιμένο; υπό γωνία; αρθρωτό; σπαστό |
health. | γωνιώδης |
mech.eng. | γωνιά σιδερένια; σιδερογωνιά |
angulares | |
agric. met. | χαλυβογωνία |
ángulo | |
industr. construct. | γωνία |
| |||
προσέγγιση "εργαλειοθήκης" | |||
πολλαπλή μονάδα; σετ n | |||
ποικιλομορφία f |
diversidad : 126 phrases in 17 subjects |