dependencia | |
lab.law. | δέσμευση από συλλογική σύμβαση; υπαγωγή σε συλλογική σύμβαση |
angular | |
construct. | προωθητήρας με γωνιούμενη λεπίδα |
forestr. | κεκλιμένο; υπό γωνία; αρθρωτό; σπαστό |
health. | γωνιώδης |
mech.eng. | γωνιά σιδερένια; σιδερογωνιά |
angulares | |
agric. met. | χαλυβογωνία |
ángulo | |
industr. construct. | γωνία |
| |||
δέσμευση από συλλογική σύμβαση; υπαγωγή σε συλλογική σύμβαση | |||
εξαρτησία f; εξάρτηση f |
dependencia : 88 phrases in 18 subjects |