element | |
gen. | σύνδεσμος σωλήνα |
élément | |
comp., MS | στοιχείο |
environ. el. | ηλεκτρονικό στοιχείο |
IT el. | πλαίσιο |
tech. | οντότητα; αντικείμενο; είδος; θέμα; κομμάτι |
dé | |
agric. | βάση εκ σκυροδέματος; πάκτωμα τσιμέντου |
construct. | κονίαμα εδράσεως |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
hobby | ζάρι; κύβος |
industr. construct. met. | κυβικά υαλοθραύσματα |
code | |
environ. | κώδικας; κωδικός |
IT | σήμανση αντιγράφου; σήμανση; σημάδεμα |
IT dat.proc. | σύνολο κωδικοποιημένων χαρακτήρων |
transp. avia. | κωδικός προσδιορισμού πτήσεως |
work.fl. IT | αριθμικός κωδικός; κλειδί |
| |||
δεδομένα γνωρισμάτων | |||
στοιχείο n | |||
τσιπ m | |||
ηλεκτρονικό στοιχείο; διάταξη f; ηλεκτρονικό εξάρτημα | |||
πλαίσιο n | |||
μηχανικό στοιχείο | |||
οντότητα f; αντικείμενο n; είδος n; θέμα n; κομμάτι n | |||
δομικό τμήμα; τμήμα n; φέρον στοιχείο | |||
| |||
σύνδεσμος σωλήνα | |||
French thesaurus | |||
| |||
Groupe de personnels ou de moyens de valeur indéterminée. (FRA) |
element : 1379 phrases in 50 subjects |