VUE | |
transp. | ηλεκτρικό όχημα γενικής χρήσης |
VUS | |
transp. | αυτοκίνητο όχημα ψυχαγωγίας/εργασίας |
voie | |
gen. | κανάλι |
commun. IT | διάδρομος φωνής |
transp. | άνοιγμα τροχών; εύρος ιχνών τροχών; λωρίδα κυκλοφορίας |
transp. construct. | γραμμή; οδός |
vue | |
comp., MS | προβολή |
l | |
tech. | μήκος; λίτρο; τετραγωνική ροπή μιάς επιφάνειας; 1000 cm3; l |
article | |
chem. | προϊόν |
comp., MS | στοιχείο |
fin. econ. | άρθρο |
IT | Στοιχείο δεδομένων; εγγραφή |
| |||
κανάλι; γραμμή σιδηροδρόμου | |||
κανάλι' κανάλι μετάδοσης | |||
διάδρομος φωνής | |||
δίαυλος ροής | |||
δίαυλος; διόδευση | |||
άνοιγμα τροχών; εύρος ιχνών τροχών; λωρίδα κυκλοφορίας | |||
γραμμή; οδός; λωρίς; οδόστρωμα οχημάτων; σιδηρογραμμή; χωροτάξιο σιδηρογραμμής | |||
| |||
βλέπε (vide) | |||
| |||
προβολή | |||
όψη | |||
| |||
αυτοκίνητο όχημα ψυχαγωγίας/εργασίας ΟΨΕ | |||
| |||
ηλεκτρικό όχημα γενικής χρήσης | |||
French thesaurus | |||
| |||
vitesse uniforme | |||
véhicule utilitaire (коммерческий автомобиль astraia) | |||
ventricule unique (Koshka na okoshke) | |||
| |||
vitesse uniforme | |||
| |||
vitesse fictive |
vu : 1731 phrases in 55 subjects |