variable | |
IT el. | μεταβλητή |
fixe | |
law lab.law. | βασικός μισθός |
mater.sc. | δύσκαμπτος; σταθερός |
social.sc. | φιξ; σουτ |
fixer | |
chem. | δεσμεύω |
IT | Στερέωση |
transp. | στερεώνω; δένω; προσδένω |
| |||
μεταβλητή | |||
μεταβλητών; στοχαστική μεταβλητή; τυχαία μεταβλητή; τυχαίων μεταβλητών; μεταβλητής |
variable : 702 phrases in 39 subjects |