variable | |
IT el. | μεταβλητή |
accessoire | |
comp., MS | βοήθημα |
el. | εξάρτημα |
health. | επικουρικός |
mech.eng. | αξεσουάρ; βοηθητικά εργαλεία; προσαρτούμενα εξαρτήματα |
accessoires | |
insur. | δικαίωμα του ασφαλιστηρίου |
law industr. construct. | βοηθητικά υλικά |
mech.eng. construct. | βοηθητικά εξαρτήματα μηχανήματος |
| |||
μεταβλητή | |||
μεταβλητών; στοχαστική μεταβλητή; τυχαία μεταβλητή; τυχαίων μεταβλητών; μεταβλητής |
variable : 702 phrases in 39 subjects |