trouble | |
agric. | θόλωμα; γαριδολόγος; θολότητα |
fish.farm. | απόχη |
tech. | θολός; ομιχλώδης |
troubler | |
mater.sc. | θολώνω; θαμπώνω |
| |||
διαταραχές | |||
| |||
θολώνω; θαμπώνω | |||
| |||
ενοχλήματα | |||
| |||
θόλωμα; γαριδολόγος; θολότητα | |||
απόχη | |||
θολός; ομιχλώδης |
troubles : 251 phrases in 21 subjects |