test | |
environ. | δοκιμασία; δοκιμή; έλεγχος |
IT gen. | πιλοτική εκτέλεση |
math. | πείραμα |
objectif | |
agric. chem. | αντικειμενικός |
comp., MS | στόχος |
cultur. earth.sc. | αντικειμενικός φακός μικροσκοπίου |
| |||
δοκιμασία f; δοκιμή m; έλεγχος m | |||
πιλοτική εκτέλεση | |||
πείραμα n | |||
δοκιμασία/ανάλυση μεταλλεύματος |
test : 1260 phrases in 41 subjects |