source diffuse | |
environ. | διάχυτη πηγή; διεσπαρμένη πηγή; εκτεταμένη πηγή |
dé | |
agric. | βάση εκ σκυροδέματος; πάκτωμα τσιμέντου |
construct. | κονίαμα εδράσεως |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
hobby | ζάρι; κύβος |
industr. construct. met. | κυβικά υαλοθραύσματα |
pollution | |
econ. | ρύπανση |
| |||
διάχυτη πηγή; διεσπαρμένη πηγή; εκτεταμένη πηγή | |||
| |||
πηγή διάχυσης |
source diffuse : 9 phrases in 1 subject |
Environment | 9 |