segmentation | |
IT | τμηματική ανάλυση; κατάτμηση; τμηματοποίηση; αγωγός ταχείας επεξεργασίας |
med. | διαχωρισμός; σχιζογονία; αποδιάταξις |
double | |
commun. | αντίγραφο |
comp., MS | Επιτάχυνση, διπλή |
cultur. commun. | αντίτυπο; διπλότυπο |
health. | διπλός |
industr. construct. | ενδιάμεσο πέλμα |
med. | διπλό |
doubler | |
industr. construct. | ενισχύω με επένδυση |
doublé | |
health. | διπλασιασμένος; διπλός |
| |||
τμηματική ανάλυση; κατάτμηση f; τμηματοποίηση f; αγωγός ταχείας επεξεργασίας | |||
διαχωρισμός m; σχιζογονία f; αποδιάταξις m | |||
τεχνητή μονοσπερμία |
segmentation : 31 phrases in 7 subjects |
Communications | 8 |
Earth sciences | 7 |
Economics | 1 |
Finances | 2 |
Information technology | 5 |
Medical | 7 |
Social science | 1 |