second | |
lab.law. transp. | τέταρτος αξιωματικός καταστρώματος; δεύτερος |
transp. | υποπλοίαρχος; δεύτερος αξιωματικός καταστρώματος |
source | |
environ. | πηγή; πηγή; πηγή εκπομπής; φρέαρ |
environ. chem. | ρυπογόνος ουσία |
industr. construct. met. | προεξοχή τοφοδοσίας |
IT dat.proc. | κορυφαίος κόμβος; αρχικός κόμβος |
| |||
τέταρτος αξιωματικός καταστρώματος; δεύτερος | |||
υποπλοίαρχος; δεύτερος αξιωματικός καταστρώματος | |||
| |||
δευτερόλεπτο |
seconde : 231 phrases in 41 subjects |