second | |
lab.law. transp. | τέταρτος αξιωματικός καταστρώματος; δεύτερος |
transp. | υποπλοίαρχος; δεύτερος αξιωματικός καταστρώματος |
| |||
δευτερόλεπτο | |||
| |||
τέταρτος αξιωματικός καταστρώματος; δεύτερος | |||
υποπλοίαρχος; δεύτερος αξιωματικός καταστρώματος |
seconde : 231 phrases in 41 subjects |