second | |
lab.law. transp. | τέταρτος αξιωματικός καταστρώματος; δεύτερος |
transp. | υποπλοίαρχος; δεύτερος αξιωματικός καταστρώματος |
arc | |
agric. | κάμψη σκάφους προς τα άνω |
el. | βολταοκό τόξο; τόξο ηλεκτρικό |
IT transp. | τόξο ενδεικτικής κλίμακας |
med. | δεμάτιο; μεταλλικό τόξο; μικρά δέσμη |
| |||
τέταρτος αξιωματικός καταστρώματος; δεύτερος | |||
υποπλοίαρχος; δεύτερος αξιωματικός καταστρώματος | |||
| |||
δευτερόλεπτο |
second : 203 phrases in 40 subjects |