résistance | |
gen. | αντοχή |
earth.sc. | ολικό φορτίο θραύσης |
el. | αντιστάτης |
environ. | ανθεκτικότητα; ανθεκτικότητα; αντίσταση/αντοχή/ανθεκτικότητα |
industr. construct. | ιδιότητες αντοχής |
met. el. | αντίσταση |
tech. mater.sc. | διατηρησιμότητα |
variable | |
IT el. | μεταβλητή |
| |||
ολικό φορτίο θραύσης; αντίσταση υλικού; αντοχή f | |||
αντιστάτης m | |||
ανθεκτικότητα βιολογική; αντίσταση/αντοχή/ανθεκτικότητα f | |||
αντίテταση | |||
ιδιότητες αντοχής | |||
αντίσταση f | |||
διατηρησιμότητα | |||
δύναμη αντίστασης; οπισθέλκουσα δύναμη | |||
| |||
αντοχήυλικού f | |||
| |||
ανθεκτικότητα f |
resistance : 1067 phrases in 41 subjects |