retard | |
chem. el. | υστέρηση |
earth.sc. | χρόνος καθυστερήσεως |
el. | καθυστέρηση απόκρισης σε κλιμακωτή διέγερση; καθυστέρηση μετάδοσης |
math. | χρονική καθυστέρηση |
met. | καθυστέρηση αυλακώσεων |
variable | |
IT el. | μεταβλητή |
| |||
υστέρηση f | |||
χρόνος καθυστερήσεως | |||
καθυστέρηση απόκρισης σε κλιμακωτή διέγερση; καθυστέρηση μετάδοσης | |||
καθυστέρηση αυλακώσεων | |||
καθυστέρηση f; χρονική καθυστέρηση (dans le temps) | |||
| |||
χρονική καθυστέρηση |
retard : 252 phrases in 28 subjects |