qualification | |
comp., MS | προσόν |
IT tech. mater.sc. | εξέταση ποιότητας |
transp. | ικανότητα |
transp. avia. | Ικανότητα, ειδικότητα |
qualifications | |
ed. | προσόντα |
dé | |
agric. | βάση εκ σκυροδέματος; πάκτωμα τσιμέντου |
construct. | κονίαμα εδράσεως |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
hobby | ζάρι; κύβος |
industr. construct. met. | κυβικά υαλοθραύσματα |
Exploitation | |
transp. | εκμετάλλευση; υπηρεσία εκμετάλλευσης |
exploitation | |
agric. | γεωργική εκμετάλλευση |
agric. fish.farm. | μovάδα υδατoκαλλιέργειας; υδατοκαλλιεργητική εκμετάλλευση |
el. | λειτουργία |
law | εκμετάλλευση |
stat. | εκτίμηση |
transp. | δρομολόγιο γραμμής; κανονική συγκοινωνία |
| |||
προσόν | |||
εξέταση ποιότητας | |||
ικανότητα f | |||
Ικανότητα, ειδικότητα | |||
| |||
εξειδικεύσεις ικανότητες που αποτελούν μέρος της άδειας | |||
| |||
προσόντα f |
qualification : 119 phrases in 24 subjects |