puit | |
oil | ερευνητική γεώτρηση |
puits | |
gen. | θερμό φρέαρ |
el. | αποδέκτης |
environ. | καταβόθρα; φρέαρ; πηγάδι |
industr. construct. | διάστημα |
industr. construct. chem. | Πηγάδι |
mech.eng. | άτρακτος-άξονας |
complexe | |
chem. | σύμπλοκο |
med. | σύνθετο |
| |||
θερμό φρέαρ | |||
χάσμα m; χαβούζακν. f | |||
αποδέκτης m; περιοχή εξαφάνισης φορτίων | |||
καταβόθρα f; φρέαρ n; πηγάδι n; καταβόθρα αερίων θερμοκηπίου | |||
διάστημα n | |||
Πηγάδι n | |||
άτρακτος-άξονας f | |||
φρέαρ/πηγάδι n | |||
οπή αναρτήσεως; άνοιγμα n | |||
| |||
αποδέκτης m; περιοχή εξαφάνισης φορτίων | |||
| |||
ερευνητική γεώτρηση |
puits : 346 phrases in 24 subjects |