objectif | |
agric. chem. | αντικειμενικός |
comp., MS | στόχος |
cultur. earth.sc. | αντικειμενικός φακός μικροσκοπίου |
finale | |
commun. transp. | τελική; τελική ευθεία |
| |||
αντικειμενικός | |||
στόχος | |||
αντικειμενικός φακός μικροσκοπίου | |||
αντικειμενικός φακός |
objectif : 246 phrases in 34 subjects |