micro | |
commun. el. | μικρόφωνο |
industr. | micro; μικρο- |
Exploitation | |
transp. | εκμετάλλευση; υπηρεσία εκμετάλλευσης |
exploitation | |
agric. | γεωργική εκμετάλλευση |
agric. fish.farm. | μovάδα υδατoκαλλιέργειας; υδατοκαλλιεργητική εκμετάλλευση |
el. | λειτουργία |
law | εκμετάλλευση |
stat. | εκτίμηση |
transp. | δρομολόγιο γραμμής; κανονική συγκοινωνία |
| |||
μικρόφωνο m | |||
micro; μικρό- m | |||
| |||
μικρό- m (micro...) |
micro : 235 phrases in 32 subjects |