VUE | |
transp. | ηλεκτρικό όχημα γενικής χρήσης |
VUS | |
transp. | αυτοκίνητο όχημα ψυχαγωγίας/εργασίας |
voie | |
commun. IT | διάδρομος φωνής |
transp. | άνοιγμα τροχών; εύρος ιχνών τροχών; λωρίδα κυκλοφορίας |
transp. construct. | γραμμή; οδός |
vue | |
comp., MS | προβολή |
longue : 303 phrases in 38 subjects |