fonction | |
gen. | επάγγελμα; θέση; ιδιότητα |
IT | λειτουργία; λειτουργία; συνάρτηση; συναρτησιακή διαδικασία |
IT tech. | πράξη ελέγχου |
patents. | υπηρεσία |
type | |
commun. | τυπογραφικά στοιχεία |
IT | τύπος καλωδίου |
med. | δείγμα; πρότυπο; υπόδειγμα |
stat. | τύπος |
| |||
επάγγελμα n; θέση f; ιδιότητα f | |||
λειτουργία f; συνάρτηση f; συναρτησιακή διαδικασία | |||
πράξη ελέγχου | |||
υπηρεσία f | |||
| |||
χρήσεις f | |||
| |||
λειτουργία f |
fonctions : 1066 phrases in 46 subjects |