fonction | |
gen. | επάγγελμα; θέση; ιδιότητα |
IT | λειτουργία; λειτουργία; συνάρτηση; συναρτησιακή διαδικασία |
IT tech. | πράξη ελέγχου |
patents. | υπηρεσία |
dé | |
agric. | βάση εκ σκυροδέματος; πάκτωμα τσιμέντου |
construct. | κονίαμα εδράσεως |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
hobby | ζάρι; κύβος |
industr. construct. met. | κυβικά υαλοθραύσματα |
commandement | |
gen. | διοίκηση |
fin. | εντολή πληρωμής φόρου |
| |||
επάγγελμα n; θέση f; ιδιότητα f | |||
λειτουργία f; συνάρτηση f; συναρτησιακή διαδικασία | |||
πράξη ελέγχου | |||
υπηρεσία f | |||
| |||
χρήσεις f | |||
| |||
λειτουργία f |
fonctions : 1066 phrases in 46 subjects |