fonction | |
gen. | επάγγελμα; θέση; ιδιότητα |
IT | λειτουργία; λειτουργία; συνάρτηση; συναρτησιακή διαδικασία |
IT tech. | πράξη ελέγχου |
patents. | υπηρεσία |
D* | |
commun. IT | ειδική ανιχνευτικότητα; D* |
Exploitation | |
transp. | εκμετάλλευση; υπηρεσία εκμετάλλευσης |
exploitation | |
agric. | γεωργική εκμετάλλευση |
agric. fish.farm. | μovάδα υδατoκαλλιέργειας; υδατοκαλλιεργητική εκμετάλλευση |
el. | λειτουργία |
law | εκμετάλλευση |
stat. | εκτίμηση |
transp. | δρομολόγιο γραμμής; κανονική συγκοινωνία |
direct | |
transp. | αμαξοστοιχία χωρίς ενδιάμεσες στάσεις; ταχεία επιβατική αμαξοστοιχία |
| |||
επάγγελμα f; θέση; ιδιότητα | |||
λειτουργία; συνάρτηση; συναρτησιακή διαδικασία | |||
πράξη ελέγχου | |||
υπηρεσία f | |||
| |||
χρήσεις | |||
| |||
λειτουργία |
fonctions : 1067 phrases in 46 subjects |