fonction | |
gen. | επάγγελμα; θέση; ιδιότητα |
IT | λειτουργία; λειτουργία; συνάρτηση; συναρτησιακή διαδικασία |
IT tech. | πράξη ελέγχου |
patents. | υπηρεσία |
cognitif | |
med. | αντιληπτός |
| |||
επάγγελμα f; θέση; ιδιότητα | |||
λειτουργία; συνάρτηση; συναρτησιακή διαδικασία | |||
πράξη ελέγχου | |||
υπηρεσία f | |||
| |||
χρήσεις | |||
| |||
λειτουργία |
fonctions : 1067 phrases in 46 subjects |