estimation | |
forestr. | αξία |
industr. construct. met. | έλεγχος; εξέταση |
à vue | |
gen. | εν όψει; πληρωτέο επί τη εμφανίσει; όψεως |
| |||
αξία f | |||
έλεγχος m; εξέταση f | |||
εκτιμηθείσα τιμή; εκτίμηση f; κατ'εκτίμηση αξία; τιμή f |
estimation : 141 phrases in 26 subjects |