element | |
gen. | σύνδεσμος σωλήνα |
élément | |
comp., MS | στοιχείο |
environ. el. | ηλεκτρονικό στοιχείο |
IT el. | πλαίσιο |
tech. | οντότητα; αντικείμενο; είδος; θέμα; κομμάτι |
| |||
σύνδεσμος σωλήνα | |||
| |||
δεδομένα γνωρισμάτων | |||
στοιχείο n | |||
τσιπ m | |||
ηλεκτρονικό στοιχείο; διάταξη f; ηλεκτρονικό εξάρτημα | |||
πλαίσιο n | |||
μηχανικό στοιχείο | |||
οντότητα f; αντικείμενο n; είδος n; θέμα n; κομμάτι n | |||
δομικό τμήμα; τμήμα n; φέρον στοιχείο | |||
French thesaurus | |||
| |||
Groupe de personnels ou de moyens de valeur indéterminée. (FRA) |
element : 1379 phrases in 50 subjects |