effet | |
chem. | παράμετρος |
commun. | τέχνασμα |
environ. | επιπτώσεις; αποτελέσματα; συνέπειες; επιπτώσεις/αποτελέσματα/συνέπειες |
à vue | |
gen. | εν όψει; πληρωτέο επί τη εμφανίσει; όψεως |
| |||
παράμετρος f | |||
τέχνασμα n | |||
επιπτώσεις f; αποτελέσματα n; συνέπειες f; επιπτώσεις/αποτελέσματα/συνέπειες f | |||
αποτέλεσμα n |
effet : 1864 phrases in 55 subjects |