créance | |
account. | απαίτησις; οφειλή; χρέος |
busin. labor.org. account. | απαίτηση; απαιτήσεις |
econ. | απαίτηση |
law | αξίωση |
à vue | |
gen. | εν όψει; πληρωτέο επί τη εμφανίσει; όψεως |
| |||
απαίτησις; οφειλή; χρέος | |||
απαίτηση; απαιτήσεις | |||
απαίτηση | |||
αξίωση | |||
| |||
απαιτήσεις/χρέη/υποχρεώσεις |
creances : 301 phrase in 17 subjects |