cours | |
comp., MS | κύκλος μαθημάτων; τάξη |
ed. | μαθήματα |
fin. | αγοραία αξία; χρηματιστηριακή αξία; προτεινόμενη στο χρηματιστήριο τιμή μιάς αξίας; επίσημη τιμή στην αγορά; χρηματιστηριακή τιμή |
à vue | |
gen. | εν όψει; πληρωτέο επί τη εμφανίσει; όψεως |
| |||
κύκλος μαθημάτων; τάξη f | |||
μαθήματα n | |||
αγοραία αξία; χρηματιστηριακή αξία; προτεινόμενη στο χρηματιστήριο τιμή μιάς αξίας; επίσημη τιμή στην αγορά; χρηματιστηριακή τιμή; συναλλαγματική ισοτιμία; τιμή συναλλάγματος | |||
πορεία της νόσου | |||
| |||
δικαστήριο n | |||
French thesaurus | |||
| |||
Courage | |||
| |||
l'embêter |
cours : 2215 phrases in 58 subjects |