confirmation | |
gen. | επιβεβαίωση; επιβεβαίωση κράτησης |
dé | |
agric. | βάση εκ σκυροδέματος; πάκτωμα τσιμέντου |
construct. | κονίαμα εδράσεως |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
hobby | ζάρι; κύβος |
industr. construct. met. | κυβικά υαλοθραύσματα |
commande | |
comp., MS | εντολή; παραγγελία |
el. | χειρισμός; έλεγχος; καθοδήγηση; μετάδοση κίνησης |
IT | έλεγχος προγράμματος; έλεγχος ανοικτού βρόγχου |
| |||
επιβεβαίωση f; επιβεβαίωση κράτησης | |||
επιβεβαιώνω |
confirmation : 56 phrases in 17 subjects |