bilan abbr. | |
econ. | ισολογισμός |
environ. | υπόλοιπο; ισοζύγιο; ισορροπία; ισοστάθμιση |
fin. | δημοσιονομικός ισολογισμός; ισολογισμός χρήσης |
Groupes abbr. | |
comp., MS | Ομάδες |
groupe abbr. | |
Canada comp., MS | ομάδα |
comp., MS | ομάδα |
el. | δέσμη |
law econ. | όμιλος |
math. | ομάδα, γκρουπ |
med. | συρροή; συρροή κρουσμάτων |
social.sc. | κοινωνική ομάδα |
stat. | γκρουπ |
| |||
ισολογισμός m | |||
υπόλοιπο n (λογαριασμού); ισοζύγιο n; ισορροπία f; ισοστάθμιση f | |||
δημοσιονομικός ισολογισμός; ισολογισμός χρήσης | |||
υπόλοιπο λογαριασμού |
bilan : 285 phrases in 35 subjects |