ancienneté | |
econ. | προϋπηρεσία |
lab.law. | αρχαιότης |
social.sc. lab.law. | αρχαιότητα |
dé | |
agric. | βάση εκ σκυροδέματος; πάκτωμα τσιμέντου |
construct. | κονίαμα εδράσεως |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
hobby | ζάρι; κύβος |
industr. construct. met. | κυβικά υαλοθραύσματα |
fonction | |
gen. | επάγγελμα; θέση; ιδιότητα |
IT | λειτουργία; λειτουργία; συνάρτηση; συναρτησιακή διαδικασία |
IT tech. | πράξη ελέγχου |
patents. | υπηρεσία |
| |||
προϋπηρεσία f | |||
αρχαιότης m | |||
αρχαιότητα f | |||
αρχαιότητα στην επιχείρηση; αρχαιότητατων εργαζομένων σε επιχείρηση; διάρκεια χρόνου υπηρεσίας |
anciennete : 61 phrases in 13 subjects |