activite | |
pharma. | ισχύς |
activité | |
gen. | δραστηριότητα; ενεργότητα; ενεργός υπηρεσία |
chem. | ενεργότητα |
comp., MS | ανάθεση εργασιών |
econ. | απασχόληση |
interface | |
agric. mech.eng. | επιφάνεια συνεπαφής μετώπου εξάχνωσης |
commun. IT | διεπαφή |
commun. IT el. | διασύνδεση; διεπικοινωνία; όριο διασυνδέσεως |
earth.sc. | διαχωριστική επιφάνεια |
el. | αλληλεπικοινωνία |
industr. construct. | γραμμή ξυσίματος; ξυσμένη επιφάνεια |
industr. construct. chem. | Kρίσιμη επιφάνεια |
| |||
δραστηριότητα f; ενεργός υπηρεσία | |||
ενεργότητα f | |||
ανάθεση εργασιών | |||
απασχόληση f | |||
ραδιενέργεια f | |||
| |||
ισχύς m | |||
| |||
ενεργότητα f |
activite : 956 phrases in 61 subjects |