Chef | |
law | προϊστάμενος |
chef | |
lab.law. | αρχιμάγειρας |
law lab.law. | αρχηγός; διαχειριστής; διευθυντής; επιστάτης; επόπτης; μάνατζερ |
| |||
προϊστάμενος m | |||
| |||
αρχιμάγειρας | |||
αρχηγός m; διαχειριστής m; διευθυντής m; επιστάτης; επόπτης m; μάνατζερ m; προϊστάμενος m | |||
κεφαλή (caput) |
Chef : 400 phrase in 39 subjects |