optisch | |
med. | οπτική; οπτικός |
Sensor | |
gen. | όργανο αντιλήψεως |
comp., MS | Μέθοδος αισθητήρα |
environ. | ανιχνευτής; αισθητήριο; αισθητήριο |
IT | αισθητήριος ανιχνευτής |
mech.eng. | συσκευή επεξεργασίας |
med. | αισθητήρας |
| |||
οπτική (opticus); οπτικός (opticus) |
optischer : 499 phrases in 28 subjects |