Offen | |
comp., MS | Τα ανοικτά στοιχεία μου |
offen | |
gen. | ακάλυπτoς |
commun. | απερικάλυπτος |
fin. | αγορά με ευρεία ζήτηση για τίτλους ή εμπορεύματα |
Programm | |
comp., MS | πρόγραμμα υπολογιστή |
| |||
ακάλυπτoς | |||
απερικάλυπτος | |||
αγορά με ευρεία ζήτηση για τίτλους ή εμπορεύματα | |||
ανοιχτός; ανοικτός | |||
| |||
Τα ανοικτά στοιχεία μου |
offenes : 459 phrases in 43 subjects |