Nichte | |
gen. | ανιψιά |
stören | |
transp. agric. construct. | διαταράσσω |
Sensor | |
gen. | όργανο αντιλήψεως |
comp., MS | Μέθοδος αισθητήρα |
environ. | ανιχνευτής; αισθητήριο; αισθητήριο |
IT | αισθητήριος ανιχνευτής |
mech.eng. | συσκευή επεξεργασίας |
med. | αισθητήρας |
| |||
ανιψιά | |||
ἀνέψιά; ανηψιά |
nicht : 1810 phrases in 63 subjects |