mechanisch | |
forestr. | μηχανικά |
Sensor | |
gen. | όργανο αντιλήψεως |
comp., MS | Μέθοδος αισθητήρα |
environ. | ανιχνευτής; αισθητήριο; αισθητήριο |
IT | αισθητήριος ανιχνευτής |
mech.eng. | συσκευή επεξεργασίας |
med. | αισθητήρας |
| |||
μηχανικά | |||
μηχανικός |
mechanischer : 432 phrases in 33 subjects |