kumulativ | |
fin. | σωρευτικός |
Abschreibung | |
econ. | απόσβεση |
econ. construct. | μείωσις αξίας |
econ. fin. environ. | παραγραφή |
environ. | παραγραφή |
fin. account. | υποτίμηση στοιχείου |
forestr. | διαγραφή |
Abschreibungen | |
account. | αποσβέσεις πάγιων στοιχείων; αποσβέσεις πάγιων στοιχείων ενσωματωμένες στο λειτουργικό κόστος; ανάλωση κεφαλαίου |
| |||
σωρευτικός | |||
αθροιστικός; επισωρευτικός |
kumulative : 63 phrases in 16 subjects |