Horizontal- | |
med. | οριζόντιος |
Horizontale | |
transp. | γραμμή αναφοράς; επίπεδο αναφοράς |
horizontal | |
comp., MS | Καθρέπτης, οριζόντιος |
med. | οριζόντιος |
Programm | |
comp., MS | πρόγραμμα υπολογιστή |
| |||
γραμμή αναφοράς | |||
| |||
Καθρέπτης, οριζόντιος | |||
οριζόντιος (horizontalis) | |||
οριζόντιος | |||
| |||
επίπεδο αναφοράς | |||
| |||
οριζόντιος (horizontalis) |
horizontale : 230 phrases in 35 subjects |