Terminal | |
chem. el. | θαλάσσιος τερματικός |
commun. | τοπική σύνδεση; τερματικό |
forestr. | ακροδέκτης |
IT | μονάδα απεικονίσεως |
IT el. | μονάδα τερματικού σταθμού επικοινωνούσα με τον χειριστή; τερματικός σταθμός |
IT tech. | τερματικός εξοπλισμός δεδομένων |
Maschine | |
econ. | μηχάνημα |
environ. | μηχανήματα; μηχανισμός; μηχανολογικός εξοπλισμός; μηχανήματα/μηχανολογικός εξοπλισμός/μηχανισμός |
Virtual : 18 phrases in 2 subjects |
Communications | 16 |
Information technology | 2 |