TTX | |
med. | τετροδοτοξίνη |
Terminal | |
chem. el. | θαλάσσιος τερματικός |
commun. | τοπική σύνδεση; τερματικό |
forestr. | ακροδέκτης |
IT | μονάδα απεικονίσεως |
IT el. | μονάδα τερματικού σταθμού επικοινωνούσα με τον χειριστή; τερματικός σταθμός |
IT tech. | τερματικός εξοπλισμός δεδομένων |
| |||
τετροδοτοξίνη | |||
German thesaurus | |||
| |||
Teletex |
TTX : 4 phrases in 1 subject |
Communications | 4 |