Norm | |
commun. | αριθμός τυπογραφικού φύλλου |
environ. | μέτρο; τύπος |
med. | πρότυπο; κανόνας; νόρμα; γνώμονας |
social.sc. | κοινωνικός κανόνας |
Modul | |
comp., MS | λειτουργική μονάδα |
el. | λειτουργικό υποσύστημα |
energ.ind. | ηλιακή μονάδα |
IT dat.proc. | φυσική μονάδα |
IT tech. | ενότητα; ενότητα προγράμματος |
mech.eng. | μοντούλ |
med. | μέτρο ελαστικότητας; συντελεστής ελαστικότητας |
| |||
αριθμός τυπογραφικού φύλλου | |||
μέτρο; τύπος | |||
πρότυπο; κανόνας; νόρμα; γνώμονας | |||
κοινωνικός κανόνας | |||
πρότυποουσ.; τυποποιημένος επίθ. |
Norm : 124 phrases in 20 subjects |