Erdfunkstelle | |
commun. transp. | σταθμός εδάφους; επίγειος σταθμός |
Terminal | |
chem. el. | θαλάσσιος τερματικός |
commun. | τοπική σύνδεση; τερματικό |
forestr. | ακροδέκτης |
IT | μονάδα απεικονίσεως |
IT el. | μονάδα τερματικού σταθμού επικοινωνούσα με τον χειριστή; τερματικός σταθμός |
IT tech. | τερματικός εξοπλισμός δεδομένων |
| |||
σταθμός εδάφους; επίγειος σταθμός |
Erdfunkstelle : 13 phrases in 3 subjects |
Communications | 10 |
Electronics | 2 |
General | 1 |