Anspruch | |
fin. | αξίωση; ενοχικό δικαίωμα; απαίτηση; δικαίωμα επιδόματος |
law | δικαίωμα |
social.sc. | επιδίωξη |
Anspruch??? | |
unions. | επίδομα απoχωρήσεως |
Split | |
industr. construct. | αγανίλα |
| |||
αξίωση f; ενοχικό δικαίωμα; απαίτηση f; δικαίωμα επιδόματος | |||
δικαίωμα n | |||
επιδίωξη f | |||
| |||
ατομικά δικαιώματα | |||
| |||
επίδομα απoχωρήσεωςvιrifier traduction 2x la mκme chose? |
Anspruch : 193 phrases in 21 subjects |